αναφορά

αναφορά
Προφορική ή γραπτή έκθεση από κατώτερο σε ανώτερο· γραπτή έκθεση από ιδιώτη σε δημόσια αρχή· καθημερινή ανακοίνωση στον διοικητή μιας στρατιωτικής μονάδας για κάθε πράγμα που αφορά την υπηρεσία ή τους αξιωματικούς και τους οπλίτες (α. λόχου, συντάγματος κλπ.)· συσχέτιση με κάτι. (Γραμμ.) Α. είναι ένας επιρρηματικός προσδιορισμός (της α. ή του κατά τι) που συντάσσεται με αιτιατική και προθέσεις (αλλά και χωρίς προθέσεις) και στην αρχαία γλώσσα με δοτική ή απαρέμφατο. Α. είναι επίσης και σχήμα ρητορικό, κατά το οποίο πολλές προτάσεις στη σειρά αρχίζουν με την ίδια λέξη. Παλαιότερα ονομαζόταν επίσης και επαναφοράεπάνοδος. (Νομ.) Σύμφωνα με τη νομοθεσία της Αθηναϊκής πολιτείας, α. ήταν το δικαίωμα που είχε αυτός που πλήρωνε ένα χρέος για λογαριασμό άλλου να στραφεί κατά του πραγματικού οφειλέτη και να απαιτήσει το ποσό που πλήρωσε. Το δικαίωμα αυτό είναι ανάλογο με το σημερινό δικαίωμα της αναγωγής. Σήμερα είναι όρος ο οποίος στο δημόσιο δίκαιο δηλώνει το δικαίωμα των πολιτών να απευθύνουν αιτήσεις στο κοινοβούλιο ή στις αρχές για να εκθέσουν ανάγκες γενικού χαρακτήρα ή να διατυπώσουν παράπονα ή αιτιάσεις. Στη χαραυγή του σύγχρονου κράτους, οι α. απευθύνονταν προπάντων στον μονάρχη και, επειδή αυτός ήταν φορέας όλων των εξουσιών, είχαν ουσιαστικά χαρακτήρα παράκλησης. Στην Αγγλία, όπου οργανώθηκε για πρώτη φορά αυτός o θεσμός, ονομάστηκαν επίσης α. οι πρώτες νομοθετικές πρωτοβουλίες του κοινοβουλίου, όπως η περίφημη Petition of Rights (Αναφορά των Δικαιωμάτων) του 1628, με την οποία η Βουλή των Λόρδων και η Βουλή των Κοινοτήτων ζήτησαν από τον ανώτατο άρχοντα να αναγνωρίσει την αρχή του απαραβίαστου της προσωπικότητας και την ανάγκη της συγκατάθεσης των δύο συνελεύσεων για την επιβολή νέων φόρων. Με την ενίσχυση των διοικητικών και δικαστικών εγγυήσεων και την ταυτόχρονη σταθεροποίηση της εξουσίας του κοινοβουλίου, οι α. απευθύνονταν σε αυτό· έχασαν έτσι τον χαρακτήρα της ατομικής παράκλησης και μεταβλήθηκαν σε μέσο που δινόταν στους πολίτες και ήταν προορισμένο να ενισχύσει το έργο του νομοθέτη και να εξασφαλίσει καλύτερη προστασία των δημόσιων συμφερόντων. Το δικαίωμα της α. προστατεύεται από το Σύνταγμα, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, με βάση σχετικά άρθρα. (Φιλοσ.) Μία από τις τέσσερις θεμελιώδεις κατηγορίες, σύμφωνα με τον Καντ. Η κατηγορία αυτή αναφέρεται στη σύνδεση του λογικού υποκειμένου και του λογικού κατηγορουμένου. Όταν το κατηγορούμενο αποδίδεται απόλυτα στο υποκείμενο, έχουμε τις κατηγορικές κρίσεις· όταν αποδίδεται με κάποιον όρο, έχουμε τις υποθετικές κρίσεις· και, τέλος, όταν από δύο ή περισσότερα κατηγορούμενα το ένα μόνο αποδίδεται στο υποκείμενο, έχουμε τις διαζευκτικές κρίσεις. (Χριστ.) Το κυριότερο μέρος της Θείας Λειτουργίας, κατά το οποίο τελείται το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας (α. θυσίας ευχαριστήριος και αναμνηστικής προς τον Θεό). Σκοπός της α. είναι η ανάμνηση και η αναπαράσταση της εξιλαστήριας θυσίας και περιλαμβάνει τον καθαγιασμό των δώρων του θυσιαστηρίου και τη μετάδοση της Ευχαριστίας στον λαό. Η α. αρχίζει με τον ασπασμό του ιερέα μετά την προτροπή του διακόνου «Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου...». συστήματα α. (Φυσ.).Σύμφωνα με τη θεωρία της σχετικότητας, αδρανειακό σύστημα α. είναι το σύστημα που δεν αντιλαμβάνεται δυνάμεις να ασκούνται πάνω του, γιατί κάθε παρατηρητής που βρίσκεται μέσα σε αυτό βρίσκεται σε μία κατάσταση ελεύθερης πτώσης. Μία συνηθισμένη παρανόηση σχετικά με τα αδρανειακά συστήματα α. είναι ότι, αν θεωρήσουμε τυχαία δύο από αυτά, θα πρέπει να κινούνται με σταθερή ταχύτητα το ένα σε σχέση με το άλλο. Δύο συστήματα α. S1 και S2 (μπορούν να παρασταθούν με δύο συστήματα αξόνων καρτεσιανών συντεταγμένων) μέσα στα βαρυτικά πεδία που δημιουργούν τρεις μάζες m1, m2, m3 (χωρίς να έρχονται σε επαφή με καμία από αυτές) βρίσκονται σε μια κατάσταση επιτάχυνσης το ένα σε σχέση με το άλλο. Παρ’ όλα αυτά, και τα δύο συστήματα α. είναι αδρανειακά, γιατί βρίσκονται σε κατάσταση ελεύθερης πτώσης. Ένας άνθρωπος πάνω στη Γη δεν είναι αδρανειακό σύστημα α., γιατί αντιλαμβάνεται τη δύναμη της βαρύτητας και δεν μπορεί να αντιδράσει ελεύθερα στη βαρυτική έλξη δεδομένου ότι παρεμβάλλεται η ύλη της Γης (οι δυνάμεις γίνονται αντιληπτές μόνο κατά την επαφή με ένα άλλο υλικό σώμα και αυτό που κάνει τον άνθρωπο να αντιλαμβάνεται τη δύναμη δεν είναι η ύπαρξη του πεδίου, αλλά η αντίσταση σε αυτό το πεδίο). Δύο άνθρωποι πάνω στην επιφάνεια της Γης αποτελούν ισοδύναμα, μη αδρανειακά συστήματα α. Μπορούν να θεωρηθούν και οι δύο ως ιδανικά συστήματα για την παρατήρηση του σύμπαντος, με την προϋπόθεση όμως ότι θα ληφθεί υπόψη και η δύναμη της βαρύτητας, που δεν είναι εξάλλου παρά άλλη μία έκφραση των νόμων της φυσικής.
* * *
η (AM ἀναφορά)
σχέση, συσχέτιση, αναγωγή
νεοελλ.
γραπτή ή προφορική έκθεση που υποβάλλεται από κατώτερο προς ανώτερο ή από πολίτη προς τις αρχές
αρχ.
1. καταφυγή σε καιρό δυσκολίας
2. μέσο για επανόρθωση ή εξιλασμό
3. αναθυμίαση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀναφορά — ἀναφορά̱ , ἀναφορά coming up fem nom/voc/acc dual ἀναφορά̱ , ἀναφορά coming up fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφορᾷ — ἀναφορά coming up fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναφορά — η 1. προφορική ή γραπτή έκθεση κατώτερου σε ανώτερο: Έκαμα την αναφορά μου για όσα έγιναν. 2. γραπτή έκθεση ιδιώτη σε δημόσια αρχή: Για όλα αυτά τα στραβά έκαμα αναφορά στη Νομαρχία. 3. η καθημερινή ανακοίνωση στο διοικητή στρατιωτικής μονάδας… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ορθή αναφορά — Μία από τις λεγόμενες ουρανογραφικές συντεταγμένες, που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της θέσης ενός άστρου στην ουράνια σφαίρα. Βασικά επίπεδα σε αυτό το σύστημα είναι το επίπεδο του ουράνιου ισημερινού και το επίπεδο του μέγιστου κύκλου… …   Dictionary of Greek

  • ἀναφορᾶι — ἀναφορᾷ , ἀναφορά coming up fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφοράν — ἀναφορά̱ν , ἀναφορά coming up fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφοράς — ἀναφορά̱ς , ἀναφορά coming up fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφοραῖς — ἀναφορά coming up fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφοραί — ἀναφορά coming up fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφορᾶς — ἀναφορά coming up fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”